ἐπικίρνημι: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικίρνημι:''' Ιων. αντί <i>ἐπικεράννυμαι</i> — Παθ., <i>ἐπι-κίρνᾰμαι</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπικίρνημι:''' Ιων. αντί <i>ἐπικεράννυμαι</i> — Παθ., <i>ἐπι-κίρνᾰμαι</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικίρνημι:''' Hes., Plut. = [[ἐπικεράννυμι]].
}}
}}

Revision as of 20:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικίρνημι Medium diacritics: ἐπικίρνημι Low diacritics: επικίρνημι Capitals: ΕΠΙΚΙΡΝΗΜΙ
Transliteration A: epikírnēmi Transliteration B: epikirnēmi Transliteration C: epikirnimi Beta Code: e)piki/rnhmi

English (LSJ)

Ion. for ἐπικεράννυμι, Heraclit.All.35, Philum. ap. Orib.45.29.8:—Pass., ἐπικίρναται [ὁ κρητήρ] Hdt.1.51, Plu.2.270a, cf. Heraclit.All.40.

German (Pape)

[Seite 949] ion. = ἐπικεράννυμι; ἐπικίρναται ὁ κρητήρ Her. 1, 51; Plut. qu. Rom. 25.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἐπικεράννυμι.

English (Autenrieth)

aor. inf. ἐπικρῆσαι: mix in, add wine to water, Od. 7.164†.

Greek Monolingual

ἐπικίρνημι και ἐπικιρνῶ -έω, ιων. τ. τοὺ ἐπικεράννυμι (Α)
1. ανακατεύω, αναμιγνύω
2. παθ. ἐπικίρναμαι
γεμίζομαι με ανάμικτο κρασί («ἐπικέρναται [ὁ κρατήρ]», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίρνημι, ποιητ. τ. του κεράννυμι «αναμιγνύω»].

Greek Monotonic

ἐπικίρνημι: Ιων. αντί ἐπικεράννυμαι — Παθ., ἐπι-κίρνᾰμαι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικίρνημι: Hes., Plut. = ἐπικεράννυμι.