νηπιόφρων: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νηπιόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[μυαλό]] νηπίου, [[ανόητος]], σε Στράβ. | |lsmtext='''νηπιόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[μυαλό]] νηπίου, [[ανόητος]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=νηπιό-φρων, ονος, ὁ, ἡ,<br />of [[childish]] [[mind]], [[silly]], Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A of childish mind, silly, Str.1.2.8.
Greek (Liddell-Scott)
νηπιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας νηπιώδεις, νήπια φρονῶν, ἀνόητος, Στράβ. 20.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
d’esprit enfantin, simple, naïf.
Étymologie: νήπιος, φρήν.
Greek Monolingual
νηπιόφρων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει μυαλό νηπίου, που σκέπτεται σαν νήπιο, ανόητος, μωρός.
επίρρ...
νηπιοφρόνως (Α)
με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μικρό-φρων, μωρό-φρων].
Greek Monotonic
νηπιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μυαλό νηπίου, ανόητος, σε Στράβ.