θεοποιέω: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω κάποιον θεό, [[θεοποιώ]], [[αποθεώνω]], σε Λουκ. | |lsmtext='''θεοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω κάποιον θεό, [[θεοποιώ]], [[αποθεώνω]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεοποιέω:''' делать богом, обожествлять (τινα Luc.): ἄνθρωποι θεοποιηθέντες θεοί Sext. обожествленные люди. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A make into gods, deify, τὰ θνητά D.H.2.56, cf. Luc.Scyth. 1; Πυθαγόραν S.E.M.7.94. II make divine, ἄνθρωπον θ. αἱ ἐπιστῆμαι Hierocl.inCA Praef.p.417M.
German (Pape)
[Seite 1197] einen Gott machen, vergöttern, τὰ θνητά D. Hal. 2, 56; Luc. Scyth. 1; θεοποιηθέντες θεοί S. Emp. adv. phys. 1, 51.
Greek (Liddell-Scott)
θεοποιέω: ποιῶ θεόν, μεταβάλλω εἰς θεόν, Λουκ. Σκυθ. 1, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 94. 2) θ. ἀνθρώπους, ποιῶ αὐτοὺς μετόχους θείας φύσεως, Ἀθανάσ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
diviniser, acc..
Étymologie: θεοποιός.
Spanish
Greek Monotonic
θεοποιέω: μέλ. -ήσω, κάνω κάποιον θεό, θεοποιώ, αποθεώνω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
θεοποιέω: делать богом, обожествлять (τινα Luc.): ἄνθρωποι θεοποιηθέντες θεοί Sext. обожествленные люди.