σέβος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
(6)
 
(1b)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σέβος:''' τό, = [[σέβας]], στον πληθ. <i>σέβη</i>, <i>τά</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''σέβος:''' τό, = [[σέβας]], στον πληθ. <i>σέβη</i>, <i>τά</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σέβος]], εος, τό, = [[σέβας]], in pl. σέβη, Aesch.]
}}
}}

Latest revision as of 00:55, 10 January 2019

Greek Monotonic

σέβος: τό, = σέβας, στον πληθ. σέβη, τά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

σέβος, εος, τό, = σέβας, in pl. σέβη, Aesch.]