ἀντικηρύσσω: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντικηρύσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανακηρύσσω]] ως [[απάντηση]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀντικηρύσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανακηρύσσω]] ως [[απάντηση]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντικηρύσσω:''' атт. ἀντικηρύττω объявлять в ответ (οὐδὲν ἀντεκήρυξεν τοῖσδε λόγοις Eur.).
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικηρύσσω Medium diacritics: ἀντικηρύσσω Low diacritics: αντικηρύσσω Capitals: ΑΝΤΙΚΗΡΥΣΣΩ
Transliteration A: antikērýssō Transliteration B: antikēryssō Transliteration C: antikirysso Beta Code: a)ntikhru/ssw

English (LSJ)

   A proclaim in answer to, οὐδὲν ἀντεκήρυξεν λόγοις E. Supp.673; in opposition to, τινί Lib.Decl.39.45.

German (Pape)

[Seite 253] dagegen ausrufen, einen Gegenbefehl geben, Eur. Suppl. 673 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικηρύσσω: ἀποκρίνομαι εἰς τὸ κήρυγμα κήρυκος δι’ ἄλλου κηρύγματος, κοὐδὲν Κρέων τοῖσδ’ ἀντεκήρυξεν λόγοις Εὐρ. Ἱκ. 673· τὴν ἀληθινὴν γνῶσιν Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 3. 32.

French (Bailly abrégé)

faire publier une déclaration contraire.
Étymologie: ἀντί, κηρύσσω.

Spanish (DGE)

1 replicar con un heraldo, replicar oficialmente κοὐδὲν Κρέων τοῖσδ' ἀντεκήρυξεν λόγοις pero Creonte no envió heraldo alguno para replicar a estas palabras E.Supp.673, τοῖς ... προστιθεμένοις ἀντεκήρυξε Polyaen.8.23.27, πρεσβυτέρῳ Lib.Decl.39.45.
2 declarar públicamente contra Eus.DE 3.5 (p.122.32), cf. PE 4.1.5.

Greek Monolingual

ἀντικηρύσσω (AM)
κηρύσσω απαντώντας σε άλλο κήρυγμα.

Greek Monotonic

ἀντικηρύσσω: μέλ. -ξω, ανακηρύσσω ως απάντηση, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικηρύσσω: атт. ἀντικηρύττω объявлять в ответ (οὐδὲν ἀντεκήρυξεν τοῖσδε λόγοις Eur.).