ἀντιμέτωπος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιμέτωπος:''' -ον ([[μέτωπον]]), αυτός που βρίσκεται [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀντιμέτωπος:''' -ον ([[μέτωπον]]), αυτός που βρίσκεται [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιμέτωπος:''' обращенный лицом (к лицу): ἀ. συνέρραξε τοῖς Θηραίοις Xen. (Агесилай) атаковал фиванцев с фронта.
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμέτωπος Medium diacritics: ἀντιμέτωπος Low diacritics: αντιμέτωπος Capitals: ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΣ
Transliteration A: antimétōpos Transliteration B: antimetōpos Transliteration C: antimetopos Beta Code: a)ntime/twpos

English (LSJ)

ον,

   A front to front, face to face, X.HG4.3.19, Ages.2.12, Hld.9.16.

German (Pape)

[Seite 255] (μέτωπον), mit entgegengekehrter Stirn, συνέῤῥαξέ τινι, vom Angriff in der Front, Xen. Hell. 4, 3, 19; Ages. 2, 12; Arr. An. 3, 15, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμέτωπος: -ον, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, μέτωπον πρὸς μέτωπον, ἀλλ’ ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 19, Ἀγησ. 2. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
opposés front contre front, de front ; confronté.
Étymologie: ἀντί, μέτωπον.

Spanish (DGE)

-ον
que está cara a cara, de frente ἀ. συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις X.HG 4.3.19, cf. Ages.2.12, σφίσι ... ἀντιμέτωποι προσπεσόντες D.C.Epit.9.20.5, cf. Hld.9.16.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀντιμέτωπος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον
2. αντίπαλος.

Greek Monotonic

ἀντιμέτωπος: -ον (μέτωπον), αυτός που βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμέτωπος: обращенный лицом (к лицу): ἀ. συνέρραξε τοῖς Θηραίοις Xen. (Агесилай) атаковал фиванцев с фронта.