ἀντιμέτειμι: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιμέτειμι:''' [[ανταγωνίζομαι]], <i>οἱ ἀντιμετιόντες</i>, ανταγωνιστές, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀντιμέτειμι:''' [[ανταγωνίζομαι]], <i>οἱ ἀντιμετιόντες</i>, ανταγωνιστές, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιμέτειμι:''' соревноваться, конкурировать: πολλῶν ἀντιμετιόντων Plut. при наличии множества соискателей. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:36, 31 December 2018
English (LSJ)
(εἶμι
A ibo) compete with others: οἱἀντιμετιόντες rival competitors, Plu.Comp.Arist.Cat.2.
German (Pape)
[Seite 255] (s. εἶμι), sich gegenseitig wetteifernd um etwas bewerben, Plut. Arist. et Cat. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμέτειμι: ἀνθαμιλλῶμαι, ἀνταγωνίζομαι: Κάτων δὲ δεύτερος μὲν ὕπατος ᾑρέθη πολλῶν ἀντιμετιόντων Πλουτ. Σύγκρ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτωνος 2.
French (Bailly abrégé)
part. prés. ἀντιμετίων;
briguer contre, être compétiteur.
Étymologie: ἀντί, μέτειμι.
Spanish (DGE)
competir, rivalizar Plu.Comp.Arist.Cat.2.
Greek Monolingual
ἀντιμέτειμι (Α)
επιδιώκω κι εγώ το ίδιο πράγμα, ανταγωνίζομαι.
Greek Monotonic
ἀντιμέτειμι: ανταγωνίζομαι, οἱ ἀντιμετιόντες, ανταγωνιστές, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιμέτειμι: соревноваться, конкурировать: πολλῶν ἀντιμετιόντων Plut. при наличии множества соискателей.