ἀξιόνικος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀξιόνῑκος:''' -ον ([[νίκη]]), [[άξιος]] προς [[νίκη]], σε Ξεν.· με απαρ., ἀξιονικότερος ἔχειν [[τοῦτο]] τὸ [[κράτος]], ο περισσότερο [[άξιος]] να κρατήσει την [[εξουσία]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀξιόνῑκος:''' -ον ([[νίκη]]), [[άξιος]] προς [[νίκη]], σε Ξεν.· με απαρ., ἀξιονικότερος ἔχειν [[τοῦτο]] τὸ [[κράτος]], ο περισσότερο [[άξιος]] να κρατήσει την [[εξουσία]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀξιόνῑκος:''' <b class="num">1)</b> достойный побеждать, победоносный ([[ἀθλητής]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> достойный, заслуживающий (ἀξιονικότερος ἔχειν τι Her.).
}}
}}

Revision as of 16:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιόνῑκος Medium diacritics: ἀξιόνικος Low diacritics: αξιόνικος Capitals: ΑΞΙΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: axiónikos Transliteration B: axionikos Transliteration C: aksionikos Beta Code: a)cio/nikos

English (LSJ)

ον,

   A worthy of victory, worthy of being preferred, X.Cyr.1.5.10: c. inf., -ότερος ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος more worthy to hold this supremacy, Hdt.7.187, cf.9.26: Sup., Luc. Anach.36.

German (Pape)

[Seite 270] (νίκη), werth zu siegen, zum Siege tüchtig, ἀθλητής Xen. Cyr. 1, 5, 10; des Vorzugs würdig, Her. im compar. 9, 26, ἀξιονικότεροί εἰμεν ταύτην τὴν τάξιν ἔχειν, wir verdienen mehr, diesen Platz zu haben; ἀξ. ἔχειν τὸ κράτος, werth vor Andern zu erlangen, 7, 187, wie Dion. Hal. 4, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιόνῑκος: -ον, ἄξιος, ἱκανὸς νὰ νικήσῃ, καὶ εἴ τίς γε ἀσκητὴς… ἀξιόνικος γενόμενος ἀναγώνιστος διατελέσειεν Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· μετ’ ἀπαρ., ἀξιονικότερος ἔχειν... τοῦτο τὸ κράτος, ἀξιώτερος, ἁρμοδιώτερος νὰ ἔχῃ ταύτην τὴν δύναμιν, Ἡρόδ. 7· 187, πρβλ. 9. 26. - Ἐπίρρ. -κως Ἀρέθας σ. 928.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne de vaincre ; abs. digne de.
Étymologie: ἄξιος, νίκη.

Spanish (DGE)

(ἀξιόνῑκος) -ον
I que merece el triunfo Cratin.73.2Au., τίς γε ἀσκητής X.Cyr.1.5.10, ἀξιονικότατον ἕκαστος αὑτὸν ἀπεργάζεται Luc.Anach.36, ἵπποι D.C.59.17.5, ἀγών Longin.13.4
c. inf. digno de ἀ. ... ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος Hdt.7.187, ἀξιονικότεροί εἰμεν Ἀθηναίων ταύτην τὴν τάξιν ἔχειν somos más dignos que los atenienses de ocupar este lugar Hdt.9.26.
II adv. -ως de forma que merece la victoria, Didyma 194.12.

Greek Monolingual

ἀξιόνικος, -ον (Α)
ο άξιος να νικήσει, ο ικανός να πετύχει σε κάτι.

Greek Monotonic

ἀξιόνῑκος: -ον (νίκη), άξιος προς νίκη, σε Ξεν.· με απαρ., ἀξιονικότερος ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος, ο περισσότερο άξιος να κρατήσει την εξουσία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιόνῑκος: 1) достойный побеждать, победоносный (ἀθλητής Xen.);
2) достойный, заслуживающий (ἀξιονικότερος ἔχειν τι Her.).