δεινώψ: Difference between revisions

From LSJ

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεινώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει άγριο, φοβερό [[βλέμμα]], φρικώδη όψη, λέγεται για τις Ερινύες, σε Σοφ.
|lsmtext='''δεινώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει άγριο, φοβερό [[βλέμμα]], φρικώδη όψη, λέγεται για τις Ερινύες, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεινώψ:''' ῶπος adj. страшно глядящий, с ужасным взором (эпитет Эриний) Soph.
}}
}}

Revision as of 11:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεινώψ Medium diacritics: δεινώψ Low diacritics: δεινώψ Capitals: ΔΕΙΝΩΨ
Transliteration A: deinṓps Transliteration B: deinōps Transliteration C: deinops Beta Code: deinw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ,

   A fierce-eyed, of the Erinyes, S.OC84.

German (Pape)

[Seite 539] ῶπος, = δεινωπός, Soph O. C. 84.

Greek (Liddell-Scott)

δεινώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀγρίους, φοβεροὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ο. Κ. 84.

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
au regard terrible.
Étymologie: δεινός, ὤψ.

Spanish (DGE)

-ῶπος
de mirada terriblede las Erinis, S.OC 84, cf. Lyr.Adesp.414d.2S., Anecd.Ludw.187.12, Eust.673.36.

Greek Monolingual

δεινώψ (ῶπος), ο, η (Α)
(για τις Ερινύες) αυτός που έχει άγρια, φριχτά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -ωψ, -ωπος < ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. όψ, οπός (πρβλ. αγχίλωψ, αμβλώψ κ.ά.)].

Greek Monotonic

δεινώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει άγριο, φοβερό βλέμμα, φρικώδη όψη, λέγεται για τις Ερινύες, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δεινώψ: ῶπος adj. страшно глядящий, с ужасным взором (эпитет Эриний) Soph.