μαλακαίπους: Difference between revisions
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μᾰλᾰκαίπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, ποιητ. αντί [[μαλακόπους]], αυτός που έχει τρυφερά πόδια ή και ελαφρό [[περπάτημα]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''μᾰλᾰκαίπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, ποιητ. αντί [[μαλακόπους]], αυτός που έχει τρυφερά πόδια ή και ελαφρό [[περπάτημα]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαλακαίπους:''' 2, gen. ποδος с мягкими стопами, тихо ступающий, неслышно подкрадывающийся (Ὧραι Theocr. - v. l. μαλακαὶ πόδες и πόδας). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, poet. for μαλακόπους,
A treading softly, Ὧραι Theoc.15.103 (s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκαίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ποιητ. ἀντὶ μαλακόπους, ἔχων μακαλοὺς πόδας, πατῶν ἐλαφρῶς, Ὧραι Θεόκρ. 15. 103.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. αίποδος
aux pieds délicats.
Étymologie: μαλακός, πούς.
Greek Monolingual
μαλακαίπους, -ουν (Α)
βλ. μαλακόπους.
Greek Monotonic
μᾰλᾰκαίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ποιητ. αντί μαλακόπους, αυτός που έχει τρυφερά πόδια ή και ελαφρό περπάτημα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
μαλακαίπους: 2, gen. ποδος с мягкими стопами, тихо ступающий, неслышно подкрадывающийся (Ὧραι Theocr. - v. l. μαλακαὶ πόδες и πόδας).