διαί: Difference between revisions
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαί:''' [[διαιβολία]], ποιητ. αντί [[διά]], [[διαβολία]]. | |lsmtext='''διαί:''' [[διαιβολία]], ποιητ. αντί [[διά]], [[διαβολία]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διαί ep. poët. voor διά. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 31 December 2018
English (LSJ)
διαιβολία,
German (Pape)
[Seite 579] poet. = διά, Aesch. Ag. 448 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
διαί: διαιβολία, ἴδε ἐν λ. διαβολία.
French (Bailly abrégé)
prép.
c. διά.
Spanish (DGE)
v. διά.
Greek Monolingual
διαί (Α)
ποιητ. τ. της πρόθεσης διά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διά].
Greek Monotonic
διαί: διαιβολία, ποιητ. αντί διά, διαβολία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαί ep. poët. voor διά.