μετοικοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετοικοφύλαξ:''' ὁ, ἡ, [[φύλακας]] των μετοίκων, σε Ξεν. | |lsmtext='''μετοικοφύλαξ:''' ὁ, ἡ, [[φύλακας]] των μετοίκων, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετοικοφύλαξ:''' ᾰκος (ῠ) ὁ уполномоченный по делам метэков Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A overseer and guardian of the μέτοικοι, X.Vect.2.7.
German (Pape)
[Seite 161] ακος, ὁ, Aufseher u. Beschützer der μέτοικοι, Xen. Vect. 2, 7; Suid. Vgl. προστάτης.
Greek (Liddell-Scott)
μετοικοφύλαξ: ὁ, ἡ, ἐπόπτης καὶ προστάτης τῶν μετοίκων, Ξεν. Πόροι 2, 7.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
à Athènes magistrat chargé du service concernant les métèques.
Étymologie: μέτοικος, φύλαξ.
Greek Monolingual
μετοικοφύλαξ, ὁ (Α)
φύλακας, επιστάτης ή προστάτης τών μετοίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτοικος + φύλαξ.
Greek Monotonic
μετοικοφύλαξ: ὁ, ἡ, φύλακας των μετοίκων, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μετοικοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ уполномоченный по делам метэков Xen.