συνελευθερόω: Difference between revisions
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνελευθερόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ελευθερώνω]] από κοινού, [[ελευθερώνω]] από κάποιον, με γεν., σε Ηρόδ.· απόλ., [[συμβάλλω]] στην [[απελευθέρωση]], στον ίδ., Θουκ. | |lsmtext='''συνελευθερόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ελευθερώνω]] από κοινού, [[ελευθερώνω]] από κάποιον, με γεν., σε Ηρόδ.· απόλ., [[συμβάλλω]] στην [[απελευθέρωση]], στον ίδ., Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνελευθερόω:''' <b class="num">1)</b> вместе освобождать, помогать освободить (τινα Her., Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> помогать освободиться (τινά τινος Her. и [[ἀπό]] τινος Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:12, 1 January 2019
English (LSJ)
A join in freeing from, τινὰς τοῦ μουνάρχου Hdt.5.46; τὴν πόλιν ἀπ' Ἀθηνάων IG12(9).187.8 (Eretria, v B.C.). 2 abs.,join in freeing, τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.157, cf. 51, Th.2.72, 6.56.
German (Pape)
[Seite 1014] mit, zugleich befreien, τινά τινος; Her. 5, 46. 7, 51. 157; Thuc. 2, 72. 6, 56, Ἑλλάδα, Dem. 59, 96.
Greek (Liddell-Scott)
συνελευθερόω: ἀπὸ κοινοῦ ἐλευθερώνω ἀπό τινος, αὐτοὺς τοῦ μουνάρχου Ἡρόδ. 5. 42. 2) ἀπολ., ἐλευθερώνω ὁμοῦ, τὴν Ἑλλάδα ὁ αὐτ. 7. 51, 157, Θουκ. 2. 72.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aider à s’affranchir de, gén. ou ἀπό τινος ; abs. aider à affranchir, acc..
Étymologie: σύν, ἐλευθερόω.
Greek Monotonic
συνελευθερόω: μέλ. -ώσω, ελευθερώνω από κοινού, ελευθερώνω από κάποιον, με γεν., σε Ηρόδ.· απόλ., συμβάλλω στην απελευθέρωση, στον ίδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνελευθερόω: 1) вместе освобождать, помогать освободить (τινα Her., Thuc.);
2) помогать освободиться (τινά τινος Her. и ἀπό τινος Plut.).