βοητύς: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βοητύς:''' -ύος, ἡ ([[βοάω]]), [[οχλοβοή]], [[αναστάτωση]], φωνασκίες, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''βοητύς:''' -ύος, ἡ ([[βοάω]]), [[οχλοβοή]], [[αναστάτωση]], φωνασκίες, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βοητύς:''' ύος ἡ крик Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ύος, ἡ, Ep. for βόησις, Od.1.369.
German (Pape)
[Seite 452] ύος, ἡ, das Schreien, das Geschrei, Hom. einmal, Od. 1, 369.
Greek (Liddell-Scott)
βοητύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ βόησις, Ὀδ. Α. 369.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
cri.
Étymologie: βοάω.
English (Autenrieth)
ύος (βοάω): clamor, Od. 1.369†.
Spanish (DGE)
-ύος, ἡ
grito μηδὲ β. ἔστω Od.1.369.
• Etimología: v. βοή.
Greek Monolingual
βοητύς (-ύος), η (Α) βοώ
η βόησις.
Greek Monotonic
βοητύς: -ύος, ἡ (βοάω), οχλοβοή, αναστάτωση, φωνασκίες, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
βοητύς: ύος ἡ крик Hom.