κελαινόομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
(5) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κελαινόομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[μαύρος]] ή [[σκοτεινός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κελαινόομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[μαύρος]] ή [[σκοτεινός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κελαινόομαι:''' становиться черным, чернеть, т. е. наполняться ужасом (σπλάγχνα δέ μοι κελαινοῦται πρὸς [[ἔπος]] κλυοῦσᾳ Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:09, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A grow black or dark, A.Ch.413 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κελαινόομαι: γίνομαι κελαινός, μέλας ἢ σκοτεινός, κ. θὴρ Αἰσχύλ. Χο. 413.
Greek Monotonic
κελαινόομαι: Παθ., γίνομαι μαύρος ή σκοτεινός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κελαινόομαι: становиться черным, чернеть, т. е. наполняться ужасом (σπλάγχνα δέ μοι κελαινοῦται πρὸς ἔπος κλυοῦσᾳ Aesch.).