κορωνιάω: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κορωνιάω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[κορωνός]]), [[κυρτώνω]] τον λαιμό, [[λυγίζω]] τον τράχηλο, σε Ανθ.
|lsmtext='''κορωνιάω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[κορωνός]]), [[κυρτώνω]] τον λαιμό, [[λυγίζω]] τον τράχηλο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κορωνιάω:''' <b class="num">1)</b> изгибать, загибаться: κορωνιόωντα (v. l. κορυνιόεντα) πέτηλα Hes. изогнутые листья;<br /><b class="num">2)</b> высоко держать голову (ὁ [[πῶλος]] κορωνιῶν Anth.);<br /><b class="num">3)</b> гордиться, чваниться (πρός τινα Polyb.).
}}
}}

Revision as of 23:07, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνιάω Medium diacritics: κορωνιάω Low diacritics: κορωνιάω Capitals: ΚΟΡΩΝΙΑΩ
Transliteration A: korōniáō Transliteration B: korōniaō Transliteration C: koroniao Beta Code: korwnia/w

English (LSJ)

of a horse,

   A arch the neck, AP9.777 (Phil.); of a man, to be ambitious, Plb.27.15.6; κ. καὶ γαυριῶντα D.Chr.78.33.    II κορωνιόωντα πέτηλα curving leaves, Hes.Sc.289.

Greek (Liddell-Scott)

κορωνιάω: μέλλ. -άσω, (κορωνὸς) ἐπὶ ἵππου, κάμπτω, κυρτώνω τὸν τράχηλον, ὑψαυχενίζω, Ἀνθ. Π. 9. 777· πρβλ. κορωνίδης· ― ἐπὶ ἀνθρώπου ὡς τὸ γαυριάω, κορδώνομαι, ὑπερηφανεύομαι, Πολύβ. 27. 13, 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 se recourber;
2 relever la tête ; faire le fier.
Étymologie: κορώνη¹.

Greek Monotonic

κορωνιάω: μέλ. -άσω (κορωνός), κυρτώνω τον λαιμό, λυγίζω τον τράχηλο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κορωνιάω: 1) изгибать, загибаться: κορωνιόωντα (v. l. κορυνιόεντα) πέτηλα Hes. изогнутые листья;
2) высоко держать голову (ὁ πῶλος κορωνιῶν Anth.);
3) гордиться, чваниться (πρός τινα Polyb.).