βιοθάλμιος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βῐοθάλμιος:''' -ον ([[θάλλω]]), [[ζωηρός]], [[ακμαίος]], [[σφριγηλός]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''βῐοθάλμιος:''' -ον ([[θάλλω]]), [[ζωηρός]], [[ακμαίος]], [[σφριγηλός]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''βιοθάλμιος:''' в цвете лет, цветущий ([[ἀνήρ]] HH).
}}
}}

Revision as of 17:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐοθάλμιος Medium diacritics: βιοθάλμιος Low diacritics: βιοθάλμιος Capitals: ΒΙΟΘΑΛΜΙΟΣ
Transliteration A: biothálmios Transliteration B: biothalmios Transliteration C: viothalmios Beta Code: bioqa/lmios

English (LSJ)

ον, (θάλλω)

   A strong, hale, h. Ven.189.

German (Pape)

[Seite 445] ἀνήρ, lebenskräftig, H. h. Ven. 190.

Greek (Liddell-Scott)

βιοθάλμιος: -ον, (θάλλω) ζωηρός, ἀκμαῖος, θάλλων, βιοθάλμιος ἀνὴρ γίγνεται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 190.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la vie est dans sa fleur, càd fort, robuste.
Étymologie: βίος, θάλλω.

Spanish (DGE)

-ον fuerte, robusto, ἀνήρ h.Ven.189.

Greek Monolingual

βιοθάλμιος, -ον (Α)
θαλερός, ακμαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + θάλλω «ακμάζω, ευτυχώ»].

Greek Monotonic

βῐοθάλμιος: -ον (θάλλω), ζωηρός, ακμαίος, σφριγηλός, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

βιοθάλμιος: в цвете лет, цветущий (ἀνήρ HH).