προσαρκέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσαρκέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, [[παρέχω]] την αναγκαία [[βοήθεια]], [[συντρέχω]], [[βοηθώ]], <i>τινί</i>, σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ., Ευρ.
|lsmtext='''προσαρκέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, [[παρέχω]] την αναγκαία [[βοήθεια]], [[συντρέχω]], [[βοηθώ]], <i>τινί</i>, σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσαρκέω:''' приходить на помощь, помогать (τινι Soph.): ὡς θέλοντος ἂν [[ἐμοῦ]] π. [[πᾶν]] Soph. ибо я желал бы помочь всем, (чем могу); εἰς βοήθειαν π. τινι Plat. оказывать кому-л. помощь.
}}
}}

Revision as of 02:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαρκέω Medium diacritics: προσαρκέω Low diacritics: προσαρκέω Capitals: ΠΡΟΣΑΡΚΕΩ
Transliteration A: prosarkéō Transliteration B: prosarkeō Transliteration C: prosarkeo Beta Code: prosarke/w

English (LSJ)

   A give aid, succour, assist, τινι S.OT141; ὡς θέλοντος ἂν ἐμοῦ π. πᾶν ib.12; ὡς ἂν προσαρκῶν σμικρὰ κερδάνῃ μέγα Id.OC72; τοῖς πᾶσιν εἶξαι καὶ π. χάριν Id.Fr.524.2: abs., E.Hec.862:—Pass., to be satisfied, c. part., Longin. ap. Porph.Plot.20.

German (Pape)

[Seite 752] (s. ἀρκέω), genügen, hinreichenden Beistand leisten, τινί, Soph. O. R. 141, vgl. 12; Eur. Hec. 862; übh. gewähren, leisten, darbieten, ὡς ἂν προσαρκῶν σμικρὰ κερδάνῃ μέγα, Soph. O. C. 72, der auch προσαρκέσας χάριν frg. 469 verbindet, Conject.; Plat. Theaet. 168 c; Plut. Fab. 27. – S. προσάρχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

προσαρκέω: μέλλ. -έσω, παρέχω τὴν ἀναγκαίαν βοήθειαν, βοηθῶ, συντρέχω, τινι Σοφ. Ο. Τ. 141· ὡς θέλοντος ἂν ἐμοῦ πρ. πᾶν αὐτόθι 12· ὡς ἂν προσαρκῶν σμικρὰ κερδάνῃ μέγα Ο. Κ. 72· τοῖς πᾶσι δεῖξαι καὶ πρ. χάριν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 470· πρβλ. προσάρχομαι· ἀπολ., Εὐρ. Ἑκ. 862. ― Παθ., ἀρκοῦμαι, ἱκανοποιοῦμαι μετὰ μετοχ., Λογγίν. Ἀποσπ. 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
venir au secours de : τινι de qqn ; τι assister en qch.
Étymologie: πρός, ἀρκέω.

Greek Monotonic

προσαρκέω: μέλ. -έσω, παρέχω την αναγκαία βοήθεια, συντρέχω, βοηθώ, τινί, σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προσαρκέω: приходить на помощь, помогать (τινι Soph.): ὡς θέλοντος ἂν ἐμοῦ π. πᾶν Soph. ибо я желал бы помочь всем, (чем могу); εἰς βοήθειαν π. τινι Plat. оказывать кому-л. помощь.