τμητοσίδηρος: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τμητοσίδηρος:''' [ῐ], -ον, κομμένος με σίδηρο, σε Ανθ. | |lsmtext='''τμητοσίδηρος:''' [ῐ], -ον, κομμένος με σίδηρο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τμητοσίδηρος:''' срубленный железом ([[ὕλη]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:44, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A cut down with iron, ὕλη AP14.19.
German (Pape)
[Seite 1123] mit Eisen geschnitten, abgehauen, ὕλη, Aenigm. 27 (XIV, 19).
Greek (Liddell-Scott)
τμητοσίδηρος: [ῑ] -ον, ὁ σιδήρῳ τμηθείς, σιδηρότμητος, εἶδον ἐγώ ποτε θῆρα δι’ ὕλης τμητοσιδήρου... τρέχοντα Ἀνθ. Π. 14. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
coupé par le fer.
Étymologie: τμητός, σίδηρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
κομμένος με σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμητός + σίδηρος.
Greek Monotonic
τμητοσίδηρος: [ῐ], -ον, κομμένος με σίδηρο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τμητοσίδηρος: срубленный железом (ὕλη Anth.).