ὠκυδίδακτος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠκῠδίδακτος:''' [ῐ], -ον, αυτός που διδάσκεται [[γρήγορα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὠκῠδίδακτος:''' [ῐ], -ον, αυτός που διδάσκεται [[γρήγορα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκῠδίδακτος:''' быстро обучаемый, легко научающийся, восприимчивый к обучению ([[ψίττακος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκυδίδακτος Medium diacritics: ὠκυδίδακτος Low diacritics: ωκυδίδακτος Capitals: ΩΚΥΔΙΔΑΚΤΟΣ
Transliteration A: ōkydídaktos Transliteration B: ōkydidaktos Transliteration C: okydidaktos Beta Code: w)kudi/daktos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A quickiy taught, οἰωνός ib. 9.562 (Crin.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκῠδίδακτος: -ον, ὁ ταχέως διδασκόμενος, ψιττακὸς Ἀνθ. Παλατ. 9.562.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apprend vite.
Étymologie: ὠκύς, διδάσκω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που μαθαίνει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + διδακτός (< διδάσκω), πρβλ. αυτο-δίδακτος].

Greek Monotonic

ὠκῠδίδακτος: [ῐ], -ον, αυτός που διδάσκεται γρήγορα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὠκῠδίδακτος: быстро обучаемый, легко научающийся, восприимчивый к обучению (ψίττακος Anth.).