ἐξευλαβέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξευλᾰβέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, [[παίρνω]] προφυλάξεις, [[δείχνω]] [[επιφύλαξη]] [[απέναντι]] σε [[κάτι]], <i>τι</i>, σε Ευρ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἐξευλᾰβέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, [[παίρνω]] προφυλάξεις, [[δείχνω]] [[επιφύλαξη]] [[απέναντι]] σε [[κάτι]], <i>τι</i>, σε Ευρ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξευλᾰβέομαι:''' старательно остерегаться, всячески избрать (τὴν αὐθάδειαν Plut.; ἐ. μὴ φίλοις τεύχειν ἔριν Eur.): ἐ. τὰ δεινὰ καὶ τὰ μή Plat. тщательно разбирать, чего следует бояться, а чего нет.
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξευλᾰβέομαι Medium diacritics: ἐξευλαβέομαι Low diacritics: εξευλαβέομαι Capitals: ΕΞΕΥΛΑΒΕΟΜΑΙ
Transliteration A: exeulabéomai Transliteration B: exeulabeomai Transliteration C: eksevlaveomai Beta Code: e)ceulabe/omai

English (LSJ)

   A guard carefully against, τι Pl.La.199d, al.; ἐ. τοῦτο μή . . E.Andr.644; ἐ. μή . . A.Fr.205.

German (Pape)

[Seite 879] sich sorgfältig in Acht nehmen, μή σε προσβάλῃ Aesch. frg. 181; Eur. Andr. 645; τὰ δεινά Plat. Lach. 199 e; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξευλᾰβέομαι: προφυλάττομαι μετὰ προσοχῆς, ἔκ τινος, μετ᾿ αἰτ., ἐξευλαβεῖσθαί τε τὰ δεινὰ καὶ τὰ μὴ Πλάτ. Λάχ. 199D, κ. ἀλλ.: ἐξευλ. τοῦτο μή... Εὐρ. Ἀνδρ. 645· ἐξ. μή... Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se garder avec soin de, acc. ; avec μή et le subj..
Étymologie: ἐξ, εὐλαβέομαι.

Greek Monotonic

ἐξευλᾰβέομαι: μέλ. -ήσομαι, παίρνω προφυλάξεις, δείχνω επιφύλαξη απέναντι σε κάτι, τι, σε Ευρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξευλᾰβέομαι: старательно остерегаться, всячески избрать (τὴν αὐθάδειαν Plut.; ἐ. μὴ φίλοις τεύχειν ἔριν Eur.): ἐ. τὰ δεινὰ καὶ τὰ μή Plat. тщательно разбирать, чего следует бояться, а чего нет.