γύπινος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γύπινος:''' [ῡ], -η, -ον ([[γύψ]]), αυτός που ανήκει στο γύπα, σε Λουκ. | |lsmtext='''γύπινος:''' [ῡ], -η, -ον ([[γύψ]]), αυτός που ανήκει στο γύπα, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γύπινος:''' (ῡ) коршунов, принадлежащий коршуну ([[πτέρυξ]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:12, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A of a vulture, πτέρυξ Luc.Icar.11.
German (Pape)
[Seite 512] vom Geier, πτέρυξ Luc. Icarom. 11.
Greek (Liddell-Scott)
γύπινος: [ῡ], -η, -ον, ἀνήκων εἰς γῦπα, πτέρυξ Λουκ. Ἰκαρ. 11.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de vautour.
Étymologie: γύψ.
Spanish (DGE)
-η, -ον
propio del buitre πτέρυξ ἡ γ. Luc.Icar.11, cf. DP 18.10.
Greek Monolingual
γύπινος, -η, -ον (Α) γυψ
αυτός που ανήκει στον γύπα.
Greek Monotonic
γύπινος: [ῡ], -η, -ον (γύψ), αυτός που ανήκει στο γύπα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
γύπινος: (ῡ) коршунов, принадлежащий коршуну (πτέρυξ Luc.).