γύπινος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γύπινος:''' [ῡ], -η, -ον ([[γύψ]]), αυτός που ανήκει στο γύπα, σε Λουκ.
|lsmtext='''γύπινος:''' [ῡ], -η, -ον ([[γύψ]]), αυτός που ανήκει στο γύπα, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''γύπινος:''' (ῡ) коршунов, принадлежащий коршуну ([[πτέρυξ]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 18:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡπινος Medium diacritics: γύπινος Low diacritics: γύπινος Capitals: ΓΥΠΙΝΟΣ
Transliteration A: gýpinos Transliteration B: gypinos Transliteration C: gypinos Beta Code: gu/pinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of a vulture, πτέρυξ Luc.Icar.11.

German (Pape)

[Seite 512] vom Geier, πτέρυξ Luc. Icarom. 11.

Greek (Liddell-Scott)

γύπινος: [ῡ], -η, -ον, ἀνήκων εἰς γῦπα, πτέρυξ Λουκ. Ἰκαρ. 11.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de vautour.
Étymologie: γύψ.

Spanish (DGE)

-η, -ον
propio del buitre πτέρυξ ἡ γ. Luc.Icar.11, cf. DP 18.10.

Greek Monolingual

γύπινος, -η, -ον (Α) γυψ
αυτός που ανήκει στον γύπα.

Greek Monotonic

γύπινος: [ῡ], -η, -ον (γύψ), αυτός που ανήκει στο γύπα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

γύπινος: (ῡ) коршунов, принадлежащий коршуну (πτέρυξ Luc.).