ἱπποκρατέω: Difference between revisions

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱπποκρᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερισχύω]] στο ιππικό, [[νικώ]], σε Δημ. — Παθ., είμαι [[υποδεέστερος]] στο ιππικό, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἱπποκρᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερισχύω]] στο ιππικό, [[νικώ]], σε Δημ. — Παθ., είμαι [[υποδεέστερος]] στο ιππικό, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱπποκρᾰτέω:''' превосходить конницей, быть сильнее по части конницы (ὑπεναντίοι ἱπποκρατοῦντες Polyb.; πολεμίων ἱπποκρατούντων Plut.); pass. уступать в коннице: [[ὅπως]] μὴ ἱπποκρατῶνται Thuc. (афиняне не решались продолжать войну с сиракузцами), чтобы не потерпеть поражение в конном сражении.
}}
}}

Revision as of 14:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποκρᾰτέω Medium diacritics: ἱπποκρατέω Low diacritics: ιπποκρατέω Capitals: ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΩ
Transliteration A: hippokratéō Transliteration B: hippokrateō Transliteration C: ippokrateo Beta Code: i(ppokrate/w

English (LSJ)

   A to be superior in horse, D.19.148, Plb.3.66.2, Onos.31.1:—Pass., to be in ferior in horse, Th.6.71.

German (Pape)

[Seite 1260] (dem Feinde) an Reitern überlegen sein, durch Reiterei siegen; Thuc. 6, 71 im pass.; Pol. 3, 66, 2 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκρᾰτέω: ὑπερισχύω διὰ τοῦ ἱππικοῦ, νικῶ, καὶ τρόπαιον εἱστήκει καὶ ἱπποκράτουν Δημ. 387. 13, Πολύβ. 3. 66, 2˙ - Παθ., εἶμαι ὑποδεέστερος κατὰ τὸ ἱππικόν, ὅπως μὴ παντάπασιν ἱπποκρατῶνται Θουκ. 6, 71˙ εἶμαι ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν ἱππικῆς δυνάμεως, ἀλλ’ ἱπποκρατεῖται μὲν ἄπαντα καὶ τὴν χώραν ἔχουσι νῦν οἱ πολέμιοι Συνέσ. 265, ἔνθα διάφ. γρ. ἱπποκροτεῖται.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
l’emporter par sa cavalerie ; Pass. être inférieur par sa cavalerie.
Étymologie: ἵππος, κρατέω.

Greek Monotonic

ἱπποκρᾰτέω: μέλ. -ήσω, υπερισχύω στο ιππικό, νικώ, σε Δημ. — Παθ., είμαι υποδεέστερος στο ιππικό, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποκρᾰτέω: превосходить конницей, быть сильнее по части конницы (ὑπεναντίοι ἱπποκρατοῦντες Polyb.; πολεμίων ἱπποκρατούντων Plut.); pass. уступать в коннице: ὅπως μὴ ἱπποκρατῶνται Thuc. (афиняне не решались продолжать войну с сиракузцами), чтобы не потерпеть поражение в конном сражении.