ἑλκοποιός: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι → somehow second thoughts are wiser, the second thoughts are invariably wiser, second thoughts are best

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑλκοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να προξενεί πληγές, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἑλκοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να προξενεί πληγές, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑλκοποιός:''' ранящий, изъязвляющий (τὰ σήματα, sc. τῶν ὅπλων Aesch.).
}}
}}

Revision as of 19:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκοποιός Medium diacritics: ἑλκοποιός Low diacritics: ελκοποιός Capitals: ΕΛΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: helkopoiós Transliteration B: helkopoios Transliteration C: elkopoios Beta Code: e(lkopoio/s

English (LSJ)

όν, having power to wound, A.Th.398; cf. ἑλκοποιόν· κανθαρίς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 798] Wunden machend, οὐδ' ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα, die Wappen (des Schildes) verwunden nicht, Aesch. Spt. 380.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκοποιός: -όν, ἔχων δύναμιν νὰ κάμνῃ ἕλκη, Αἰσχύλ. Θήβ. 398. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑλκοποιόν· κανθαρίς».

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait une blessure.
Étymologie: ἕλκος, ποιέω.

Spanish (DGE)

-όν
que produce heridas, lacerante οὐδ' ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα y no causan heridas los emblemas A.Th.398
que es dañino de un insecto, Hsch.s.u. ἑλκοποιόν.

Greek Monolingual

ἑλκοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί έλκη, που πληγώνει.

Greek Monotonic

ἑλκοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που έχει τη δύναμη να προξενεί πληγές, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκοποιός: ранящий, изъязвляющий (τὰ σήματα, sc. τῶν ὅπλων Aesch.).