ἀπόχωσις: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόχωσις:''' -εως, ἡ ([[ἀποχώννυμι]]), [[απόφραξη]] ενός ποταμού με [[επιχωμάτωση]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀπόχωσις:''' -εως, ἡ ([[ἀποχώννυμι]]), [[απόφραξη]] ενός ποταμού με [[επιχωμάτωση]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόχωσις:''' εως ἡ преграждение, запруживание (ποταμοῦ Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:16, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A damming up, ἀ. ποταμοῦ bar, Plu.Ant.41.
German (Pape)
[Seite 337] ἡ, das Ab-, Verdämmen, Plut. Ant. 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόχωσις: -εως, ἡ, ἡ διὰ χωμάτων ἀπόφραξις, ἀπ. ποταμοῦ Πλουτ. Ἀντ. 41.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
levée, digue, fortification.
Étymologie: ἀποχώννυμι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ dique ἐμβολῆς ποταμοῦ Plu.Ant.41.
Greek Monotonic
ἀπόχωσις: -εως, ἡ (ἀποχώννυμι), απόφραξη ενός ποταμού με επιχωμάτωση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόχωσις: εως ἡ преграждение, запруживание (ποταμοῦ Plut.).