ἐρείψιμος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐρείψιμος:''' -ον ([[ἐρείπω]]), αυτός που ρίχνεται [[κάτω]], γκρεμισμένος, που [[σπάζει]] σε κομμάτια, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἐρείψιμος:''' -ον ([[ἐρείπω]]), αυτός που ρίχνεται [[κάτω]], γκρεμισμένος, που [[σπάζει]] σε κομμάτια, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρείψῑμος:''' развалившийся, рухнувший ([[στέγος]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A thrown down, in ruins, στέγος E.IT48.
German (Pape)
[Seite 1025] ον, eingestürzt, πᾶν δ' ἐρ. στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας Eur. I. T. 58.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρείψιμος: -ον, κατερριμμένος εἰς ἐρείπια, Εὐρ. Ι. Τ. 48.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tombe en ruines, qui s’écroule.
Étymologie: ἐρείπω.
Greek Monolingual
ἐρείψιμος, -ον (Α) έρειψη
γκρεμισμένος, πεσμένος σε ερείπια («πᾱν δ’ ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας», Ευρ.).
Greek Monotonic
ἐρείψιμος: -ον (ἐρείπω), αυτός που ρίχνεται κάτω, γκρεμισμένος, που σπάζει σε κομμάτια, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρείψῑμος: развалившийся, рухнувший (στέγος Eur.).