ἀπείλημα: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπείλημα:''' -ατος, τό = <i>[[απειλή]]</i>, στον πληθ., σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀπείλημα:''' -ατος, τό = <i>[[απειλή]]</i>, στον πληθ., σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπείλημα:''' ατος τό угроза Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A = ἀπειλή, S.OC660(pl.).
German (Pape)
[Seite 283] τό, dasselbe, Soph. O. C. 666.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπείλημα: -ατος, τὸ, = ἀπειλή, κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Κ. 660, Νικήτ. Χων. 281.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
menace.
Étymologie: ἀπειλέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό amenaza S.OC 660.
Greek Monolingual
ἀπείλημα, το (Α)
απειλή, φοβέρα.
Greek Monotonic
ἀπείλημα: -ατος, τό = απειλή, στον πληθ., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπείλημα: ατος τό угроза Soph.