φιλογηθής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλογηθής:''' -ές, μόνο σε Δωρ. τύπο -γᾱθής, ([[γηθέω]]), αυτός που αγαπά το [[κέφι]], [[κεφάτος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''φῐλογηθής:''' -ές, μόνο σε Δωρ. τύπο -γᾱθής, ([[γηθέω]]), αυτός που αγαπά το [[κέφι]], [[κεφάτος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλογηθής:''' дор. [[φιλογαθής|φιλογᾱθής]] 2 любящий веселье, жизнерадостный Aesch.
}}
}}

Revision as of 09:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλογηθής Medium diacritics: φιλογηθής Low diacritics: φιλογηθής Capitals: ΦΙΛΟΓΗΘΗΣ
Transliteration A: philogēthḗs Transliteration B: philogēthēs Transliteration C: filogithis Beta Code: filoghqh/s

English (LSJ)

ές, only in Dor.form φῐλο-γᾱθής: (γῆθος, γᾶθος):—

   A loving mirth, mirthful, A.Th.918 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1279] ές, dor. φιλογαθής, die Freude, die Fröhlichkeit liebend, Aesch. Spt. 901.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλογηθής: -ές, γεν. έος, μόνον ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ -γαθής· (γῆθος, γᾶθος)· ― ὁ φιλῶν τὴν εὐθυμίαν, εὔθυμος, φαιδρός, Αἰσχύλ. Θηβ. 918.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime la joie.
Étymologie: φίλος, γῆθος.

Greek Monolingual

-ές, Α
(σπάν. τ.) βλ. φιλογαθής.

Greek Monotonic

φῐλογηθής: -ές, μόνο σε Δωρ. τύπο -γᾱθής, (γηθέω), αυτός που αγαπά το κέφι, κεφάτος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φιλογηθής: дор. φιλογᾱθής 2 любящий веселье, жизнерадостный Aesch.