ἀπελευθερόω: Difference between revisions
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπελευθερόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[χειραφετώ]] δούλο, τον [[απελευθερώνω]] από τη [[δουλεία]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀπελευθερόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[χειραφετώ]] δούλο, τον [[απελευθερώνω]] από τη [[δουλεία]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπελευθερόω:''' отпускать на волю Plat., Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A emancipate a slave, Pl.Lg.915asq., POxy.722.18 (i A.D.):—Pass., Pl.Lg.915b; αἱρεῖται ἐπίτροπον ὁ ἀπελευθερούμενος Arist.Rh.1408b25.
German (Pape)
[Seite 286] freilassen, in Freiheit setzen, Plat. Legg. 915 a u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελευθερόω: ἀποδίδω τὴν ἐλευθερίαν εἰς δοῦλον, Πλάτ. Νόμ. 915Α κέξ.: - Παθ., αὐτόθι Β· ὁ ἀπελευθερούμενος αἱρεῖται ἐπίτροπον Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
affranchir.
Étymologie: ἀπελεύθερος.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tes. perf. inf. pas. ἀπειλευθερούσθειν IG 9(2).553.1, 4 (Larisa)]
emancipar, manumitir, ἐάν τις μὴ θεραπεύῃ τοὺς ἀπελευθερώσαντας Pl.Lg.915a, cf. 855b, PVarsov.10.1.4, 2.9 (II d.C.)
•en v. pas. τίνα αἱρεῖται ἐπίτροπον ὁ ἀπελευθερούμενος; Arist.Rh.1408b25, ὅτι οὐκ ἀπηλευθερώθη LXX Le.19.20, cf. IG ll.cc., POxy.722.18 (I d.C.), Ph.2.568, BGU 96.13 (III d.C.), PGnom.19, 20, IG 9(2).1044a.5 (I d.C.).
Greek Monotonic
ἀπελευθερόω: μέλ. -ώσω, χειραφετώ δούλο, τον απελευθερώνω από τη δουλεία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπελευθερόω: отпускать на волю Plat., Arst., Plut.