ἀντιψηφίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιψηφίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[ψηφίζω]] ενάντια σε, [[πρός]] τι, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀντιψηφίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[ψηφίζω]] ενάντια σε, [[πρός]] τι, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιψηφίζομαι:''' подавать голос против (προός τι Plut.).
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιψηφίζομαι Medium diacritics: ἀντιψηφίζομαι Low diacritics: αντιψηφίζομαι Capitals: ΑΝΤΙΨΗΦΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: antipsēphízomai Transliteration B: antipsēphizomai Transliteration C: antipsifizomai Beta Code: a)ntiyhfi/zomai

English (LSJ)

   A vote against, πρός τι Plu.Lys.27; τὸ ἀληθὲς τῷ λόγῳ ἀ. Lib.Or.64.37.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιψηφίζομαι: ἀποθ., ψηφοφορῶ ἐναντίον, ῥίπτω ἐναντίαν ψῆφον, πρὸς ταῦτα ἀντεψηφίσαντο Θηβαῖοι Πλουτ. Λύσ. 27.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντεψηφισάμην;
rendre un vote ou un décret contraire.
Étymologie: ἀντί, ψηφίζω.

Spanish (DGE)

votar contra πρὸς ταῦτα γὰρ ἀντεψηφίσαντο ... ψηφίσματα Plu.Lys.27, τῷ λόγῳ Lib.Or.64.37.

Greek Monolingual

ἀντιψηφίζομαι (Α)
καταψηφίζω.

Greek Monotonic

ἀντιψηφίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., ψηφίζω ενάντια σε, πρός τι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιψηφίζομαι: подавать голос против (προός τι Plut.).