κυφαλέος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῡφᾰλέος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[κυφός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κῡφᾰλέος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[κυφός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῡφᾰλέος:''' согнутый, согбенный ([[ἰξύς]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 23:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡφᾰλέος Medium diacritics: κυφαλέος Low diacritics: κυφαλέος Capitals: ΚΥΦΑΛΕΟΣ
Transliteration A: kyphaléos Transliteration B: kyphaleos Transliteration C: kyfaleos Beta Code: kufale/os

English (LSJ)

α, ον, poet. for κυφός, AP6.297 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1539] p. = κυφός; ἰξύς Phani. 4 (VI, 297).

Greek (Liddell-Scott)

κῡφᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κυφός, Ἀνθ. Π. 6. 297.

Greek Monolingual

κυφαλέος, -α, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) κυφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + κατάλ. -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος, διψ-αλέος)].

Greek Monotonic

κῡφᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. αντί κυφός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κῡφᾰλέος: согнутый, согбенный (ἰξύς Anth.).