συμπαρακύπτω: Difference between revisions
From LSJ
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμπαρακύπτω:''' [[σκύβω]] συγχρόνως ή κοντά σε κάποιον, σε Λουκ. | |lsmtext='''συμπαρακύπτω:''' [[σκύβω]] συγχρόνως ή κοντά σε κάποιον, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπαρακύπτω:''' совместно или также наклоняться, нагибаться Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A bend oneself along with, Luc.Icar.25.
German (Pape)
[Seite 984] mit oder zusammen nebenhin sich bücken, Luc. Icarom. 25.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρακύπτω: παρακύπτω συγχρόνως ἢ κύπτω πλησίον ἄλλου, Λουκ. Ἰκαρομ. 25.
French (Bailly abrégé)
se pencher ensemble pour regarder.
Étymologie: σύν, παρακύπτω.
Greek Monolingual
Α
γέρνω, σκύβω κοντά σε κάποιον ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακύπτω «σκύβω και βλέπω»].
Greek Monolingual
Α
γέρνω, σκύβω κοντά σε κάποιον ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακύπτω «σκύβω και βλέπω»].
Greek Monotonic
συμπαρακύπτω: σκύβω συγχρόνως ή κοντά σε κάποιον, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρακύπτω: совместно или также наклоняться, нагибаться Luc.