ἀπόμουσος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόμουσος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από τις Μούσες, [[άμουσος]], [[απαίδευτος]], [[ατάλαντος]], [[αγροίκος]], σε Ευρ.· επίρρ., [[ἀπομούσως]], δυσμενώς, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀπόμουσος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από τις Μούσες, [[άμουσος]], [[απαίδευτος]], [[ατάλαντος]], [[αγροίκος]], σε Ευρ.· επίρρ., [[ἀπομούσως]], δυσμενώς, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόμουσος:''' чуждый музам, грубый Eur.
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμουσος Medium diacritics: ἀπόμουσος Low diacritics: απόμουσος Capitals: ΑΠΟΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: apómousos Transliteration B: apomousos Transliteration C: apomousos Beta Code: a)po/mousos

English (LSJ)

ον,

   A away from the Muses, untutored, rude, E.Med. 1089. Adv., κάρτ' ἀπομούσως ἦσθα γεγραμμένος wast unfavourably painted, A.Ag.801.

German (Pape)

[Seite 315] (Μοῦσα), = ἄμουσος, ohne Musen, ungebildet, Eur. Med. 1088. – Adv. ἀπομούσως, Aesch. Ag. 775.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμουσος: -ον, ὁ μακρὰν τῶν μουσῶν, ἄμουσος, ἀπαίδευτος, ἄγκροικος, Εὐρ. Μήδ. 1089: ― Ἐπίρρ., κάρτ’ ἀπομούσως ἦσθα γεγραμμένος, οὐχὶ εὐνοϊκῶς ἦσο ἐζῳγραφημένος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 801.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
étranger aux muses, grossier.
Étymologie: ἀπό, μοῦσα.

Spanish (DGE)

-ον
1 no inspirado, inculto (γένος) οὐκ ἀ. τὸ γυναικῶν E.Med.1089.
2 adv. -ως sin arte fig. κάρτ' ἀ. ἦσθα γεγραμμένος con muy poco arte te había pintado A.A.801.

Greek Monolingual

ἀπόμουσος, -ον (Α) μούσα
άμουσος, απαίδευτος.

Greek Monotonic

ἀπόμουσος: -ον, αυτός που βρίσκεται μακριά από τις Μούσες, άμουσος, απαίδευτος, ατάλαντος, αγροίκος, σε Ευρ.· επίρρ., ἀπομούσως, δυσμενώς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόμουσος: чуждый музам, грубый Eur.