(I)ἀτάλαντος, -ον (Α)1. ίσος κατά το βάρος, ισοδύναμος2. όμοιος3. ισόρροπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (αθροιστικό) + τάλαντον «στάθμη, ζυγαριά»].(II)-η, -οαυτός που δεν έχει ταλέντο («ατάλαντος ποιητής»).[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τάλαντο].