ατάλαντος

From LSJ

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411

Greek Monolingual

(I)
ἀτάλαντος, -ον (Α)
1. ίσος κατά το βάρος, ισοδύναμος
2. όμοιος
3. ισόρροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (αθροιστικό) + τάλαντον «στάθμη, ζυγαριά»].
(II)
-η, -ο
αυτός που δεν έχει ταλέντοατάλαντος ποιητής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τάλαντο].