ἀποστηρίζομαι: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποστηρίζομαι:''' Μέσ., στηρίζομαι [[σταθερά]], στέρεα, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀποστηρίζομαι:''' Μέσ., στηρίζομαι [[σταθερά]], στέρεα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποστηρίζομαι:''' напирать, упирать(ся), опираться (τινι, ἔν τινι и πρός τι Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A fix firmly, βάκτρον ἐς γᾶν APl.4.265.9. 2 support oneself firmly, throw one's weight upon, τοῖς μηροῖς Arist.Pr.882b30: πρὸς τὸ ὑποκείμενον Id.IA705a8, cf. MA699a5. II Medic., of diseases, to be confirmed, Hp.Prorrh.2.2. 2 ἀ. ἐς .., of humours, determine towards a particular part of the body, Hp.Hum.7; of labour pains, Arist.HA586b28: also in Act., Hp. l.c., cf. Prorrh.2.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστηρίζομαι: μέσ. στηρίζομαι στερεῶς, Ἀνθ. Πλαν. 265 2) ἀπερείδω, στηρίζω ἐμαυτὸν στερεῶς, ῥίπτω ὅλον τὸ βάρος μου ἐπί τι, τοῖς μηροῖς Ἀριστ. Πρβλ. 5. 19, 1· πρὸς τὸ ὑποκείμενον ὁ αὐτ. π. Ζ. πορ. 3. 1, πρβλ. π. Ζ. κιν. 2. 6. ΙΙ. παρ’ ἰατρ. ἐπὶ νόσων, βεβαιοῦμαι, Ἱππ. 83F. 2) ἀπ. ἐς…, ἐπὶ χυμῶν τοῦ σώματος, μετατοπίζομαι ἢ συγκεντροῦμαι εἰς ἰδιαίτερον μέρος τοῦ σώματος, Ἱππ. 49.11, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 9,1· - οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. 99. 8.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tb. act., Hp.Prorrh.2.14]
I 1clavarse, fijarse firmemente, βάκτρον ἀποστηρίζεται ἐς γᾶν AP 16.265.9.
2 apoyarse firmemente τοῖς μηροῖς Arist.Pr.882b30, πρὸς τὸ ὑποκείμενον Arist.IA 705a8, πρὸς τῶν ἔξωθέν τι ἀποστηριζόμενον Arist.MA 699a5.
II medic. localizarse, depositarse los humores en una determinada parte del cuerpo ἐς ταῦτα Hp.Hum.7, cf. Prorrh.l.c., Arist.HA 586b28, una enfermedad ἀποστηριζομένου τοῦ νοσήματος Hp.Prorrh.2.2.
Greek Monolingual
ἀποστηρίζομαι (Α)
1. στερεώνω σταθερά
2. στηρίζομαι σταθερά
3. (για ασθένειες) βεβαιώνομαι
2. (για τους χυμούς του σώματος) μετατοπίζομαι, συγκεντρώνομαι σ' ένα σημείο.
Greek Monotonic
ἀποστηρίζομαι: Μέσ., στηρίζομαι σταθερά, στέρεα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστηρίζομαι: напирать, упирать(ся), опираться (τινι, ἔν τινι и πρός τι Arst.).