ἄσχυ: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(3) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄσχυ:''' τό, [[συμπυκνωμένος]] [[χυμός]] από Σκυθικό δέντρο, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἄσχυ:''' τό, [[συμπυκνωμένος]] [[χυμός]] από Σκυθικό δέντρο, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄσχυ:''' τό асхи (сгущенный сок скифского дерева «понтика») Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A inspissated juice of the fruit of the bird-cherry, Prunus Padus, Hdt.4.23.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
suc noir et épais d’un arbre de Scythie.
Étymologie: DELG emprunt certain.
Spanish (DGE)
τό
jugo espeso y negro procedente del póntico, árbol de Escitia, Hdt.4.23, cf. ἄσχυ· ἀπόρευμα δένδρου Theognost.Can.p.79.12.
Greek Monotonic
ἄσχυ: τό, συμπυκνωμένος χυμός από Σκυθικό δέντρο, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσχυ: τό асхи (сгущенный сок скифского дерева «понтика») Her.