ἀπόστα: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόστα:''' αντί ἀπόστηθι, προστ. αορ. βʹ του [[ἀφίστημι]]. | |lsmtext='''ἀπόστα:''' αντί ἀπόστηθι, προστ. αορ. βʹ του [[ἀφίστημι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόστα:''' (= ἀπόστηθι) imper. aor. 2 к [[ἀφίστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 31 December 2018
English (LSJ)
for ἀπόστηθι, aor. 2 imper. of ἀφίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόστα: ἀντὶ ἀπόστηθι, προστ. ἀορ. β΄ τοῦ ἀφίστημι.
French (Bailly abrégé)
v. ἀφίστημι.
Spanish (DGE)
v. ἀφίστημι.
Greek Monolingual
κ. ξαπόστα επίρρ. [ιταλ. a posta]
επίτηδες, εσκεμμένα.
Greek Monotonic
ἀπόστα: αντί ἀπόστηθι, προστ. αορ. βʹ του ἀφίστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόστα: (= ἀπόστηθι) imper. aor. 2 к ἀφίστημι.