ἀπόστα: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόστα:''' αντί ἀπόστηθι, προστ. αορ. βʹ του [[ἀφίστημι]].
|lsmtext='''ἀπόστα:''' αντί ἀπόστηθι, προστ. αορ. βʹ του [[ἀφίστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόστα:''' (= ἀπόστηθι) imper. aor. 2 к [[ἀφίστημι]].
}}
}}

Revision as of 17:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόστα Medium diacritics: ἀπόστα Low diacritics: απόστα Capitals: ΑΠΟΣΤΑ
Transliteration A: apósta Transliteration B: aposta Transliteration C: aposta Beta Code: a)po/sta

English (LSJ)

for ἀπόστηθι, aor. 2 imper. of ἀφίστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόστα: ἀντὶ ἀπόστηθι, προστ. ἀορ. β΄ τοῦ ἀφίστημι.

French (Bailly abrégé)

v. ἀφίστημι.

Spanish (DGE)

v. ἀφίστημι.

Greek Monolingual

κ. ξαπόστα επίρρ. [ιταλ. a posta]
επίτηδες, εσκεμμένα.

Greek Monotonic

ἀπόστα: αντί ἀπόστηθι, προστ. αορ. βʹ του ἀφίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόστα: (= ἀπόστηθι) imper. aor. 2 к ἀφίστημι.