ἀτίμωσις: Difference between revisions
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀτίμωσις:''' [ῑ], -εως, ἡ, [[ατίμωση]], [[ταπείνωση]] που γίνεται σε κάποιον, με γεν., <i>τραπέζας</i>, <i>πατρός</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀτίμωσις:''' [ῑ], -εως, ἡ, [[ατίμωση]], [[ταπείνωση]] που γίνεται σε κάποιον, με γεν., <i>τραπέζας</i>, <i>πατρός</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτίμωσις:''' εως (τῑ) ἡ опозоривание, осквернение, бесчестие Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[τῑ], εως, ἡ,
A dishonouring, c. gen., τραπέζας A.Ag.702 (lyr.); πατρός Id.Ch.435 (lyr.). II = capitis deminutio, J.AJ19.1.1.
German (Pape)
[Seite 387] ἡ, Entehrung, Beschimpfung, Aesch. Ag. 685 Ch. 429.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτίμωσις: [ῑ], -εως, ἡ, τὸ ἀτιμάζειν, ἀτιμία γενομένη εἴς τινα· μετὰ γεν., τραπέζας ἀτίμωσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 702· πατρός δ᾽ ἀτίμωσιν ἆρα τίσει ὁ αὐτ. Χο. 435.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
flétrissure, déshonneur.
Étymologie: ἀτιμόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Prosodia: [-τῑ-]
1 deshonra c. gen. τραπέζας A.A.702, πατρός A.Ch.435.
2 pérdida de derechos o privilegios Lys.Fr.Phot.15, de pers. de la orden de los equites I.AI 19.3.
Greek Monotonic
ἀτίμωσις: [ῑ], -εως, ἡ, ατίμωση, ταπείνωση που γίνεται σε κάποιον, με γεν., τραπέζας, πατρός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτίμωσις: εως (τῑ) ἡ опозоривание, осквернение, бесчестие Aesch.