γερόντιον: Difference between revisions
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γερόντιον:''' τό, υποκορ. του [[γέρων]], γεροντάκος, [[γεροντάκι]], σε Αριστοφ., Ξεν. | |lsmtext='''γερόντιον:''' τό, υποκορ. του [[γέρων]], γεροντάκος, [[γεροντάκι]], σε Αριστοφ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γερόντιον:''' τό<b class="num">1)</b> старичок Arph., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> совет старейшин (Polyb. - v. l. [[γεροντικόν]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:12, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of γέρων,
A little old man, Hp.Ep.13, Ar.Ach.993, X.An.6.3.22, Theoc.4.58, Luc.Bacch.3. II the Carthaginian Senate, Plb.6.51.2 (v.l. γεροντικόν).
German (Pape)
[Seite 486] τό, dim. von γέρων, altes Männchen, Ar. Ach. 947; Equ. 42; Eubul. Ath. XV, 685 e u. A.
Greek (Liddell-Scott)
γερόντιον: τό, ὑποκορ. τοῦ γέρων, «γεροντάκι» ἢ «γεροντάκος», μικρὸς γέρων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 993, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 22. ΙΙ. τῶν Καρχηδονίων ἡ γερουσία, Πολύβ. 6. 51, 2, μετὰ καὶ ἄλλης πιθανωτ. γραφῆς γεροντικόν.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit vieillard.
Étymologie: γέρων.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 vejete, viejo Ar.Ach.993, Eq.42, X.An.6.3.22, Hp.Ep.13, Theoc.4.58, Luc.Bacch.3.
2 el Senado cartaginés, Plb.6.51.2.
Greek Monotonic
γερόντιον: τό, υποκορ. του γέρων, γεροντάκος, γεροντάκι, σε Αριστοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
γερόντιον: τό1) старичок Arph., Plut.;
2) совет старейшин (Polyb. - v. l. γεροντικόν).