γελωτοποιΐα: Difference between revisions
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γελωτοποιΐα:''' ἡ, [[γελοιότητα]], [[φαιδρότητα]], [[βωμολοχία]], σε Ξεν. | |lsmtext='''γελωτοποιΐα:''' ἡ, [[γελοιότητα]], [[φαιδρότητα]], [[βωμολοχία]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γελωτοποιΐα:''' ἡ шутки, остроты, балагурство Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A buffoonery, X.Smp.4.50, Luc.Salt.68, Procop.Arc.15.
German (Pape)
[Seite 480] ἡ, Spaßmacherei, Xen. Conv. 4, 50 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γελωτοποιΐα: ἡ, τὸ νὰ κάμνῃ τις γελοῖα πράγματα, ὅπως διεγείρῃ τὸν γέλωτα τῶν ἄλλων, Ξεν. Συμπ. 4, 50.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
plaisanterie qui provoque le rire, bouffonnerie.
Étymologie: γελωτοποιός.
Greek Monotonic
γελωτοποιΐα: ἡ, γελοιότητα, φαιδρότητα, βωμολοχία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
γελωτοποιΐα: ἡ шутки, остроты, балагурство Xen.