βουκόλημα: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βουκόλημα:''' -ατος, τό, [[εξαπάτηση]], [[ξεγέλασμα]]· <i>τῆς λύπης</i>, σε Βάβρ. | |lsmtext='''βουκόλημα:''' -ατος, τό, [[εξαπάτηση]], [[ξεγέλασμα]]· <i>τῆς λύπης</i>, σε Βάβρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βουκόλημα:''' ατος τό смягчение, утоление (τῆς λύπης Babr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A beguilement, τῆς λύπης Babr.136.9.
German (Pape)
[Seite 456] τό, Trost, Linderung, Suid.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
adoucissement, soulagement (d’un chagrin).
Étymologie: βουκολέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό alivio τῆς λύπης Sud.β 420.
Greek Monolingual
βουκόλημα, το (Α) βουκολώ
ξεγέλασμα, ανακούφιση.
Greek Monotonic
βουκόλημα: -ατος, τό, εξαπάτηση, ξεγέλασμα· τῆς λύπης, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
βουκόλημα: ατος τό смягчение, утоление (τῆς λύπης Babr.).