διαβαπτίζομαι: Difference between revisions
μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαβαπτίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ., [[συναγωνίζομαι]] στο [[κολύμπι]]· μεταφ., [[φιλονικώ]], [[καταστολίζω]] με βρισιές κάποιον, [[συναγωνίζομαι]] στα πρόστυχα [[λόγια]], στη βωμολογία με, <i>τινι</i>, σε Δημ. | |lsmtext='''διαβαπτίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ., [[συναγωνίζομαι]] στο [[κολύμπι]]· μεταφ., [[φιλονικώ]], [[καταστολίζω]] με βρισιές κάποιον, [[συναγωνίζομαι]] στα πρόστυχα [[λόγια]], στη βωμολογία με, <i>τινι</i>, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαβαπτίζομαι:''' досл. нырять взапуски, перен. перебраниваться, ругаться (τινι Dem.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A dive for a match, πρός τινα Polyaen.4.2.6. 2 metaph., contend in foul language with, τινί D.25.41.
Greek (Liddell-Scott)
διαβαπτίζομαι: ἀποθ., κολυμβῶ, ἁμιλλώμενος πρός τινα, πρός τινα Πολύαιν. 4. 2, 6. 2) μεταφ., ἁμιλλῶμαι πρός τινα εἰς τὰς κακολογίας=δαλοιδορεῖσθαι, τινὶ Δημ. 782. 26˙ πρβλ. πλύνω.
French (Bailly abrégé)
1 lutter à qui plongera le plus en avant;
2 lutter d’injures cherchées dans les bas-fonds du vocabulaire.
Étymologie: διά, βαπτίζω.
Spanish (DGE)
I bañarse Polyaen.4.2.6.
II fig.
1 dar un remojón, un baño de insultos τούτῳ D.25.41.
2 hundirse moralmente, Tit.Bost.Man.M.18.1145B.
Greek Monolingual
διαβαπτίζομαι (Α)
1. αμιλλώμαι σε κολυμβητικό αγώνα
2. συναγωνίζομαι κάποιον σε κακολογίες.
Greek Monotonic
διαβαπτίζομαι: μέλ. -ίσομαι, αποθ., συναγωνίζομαι στο κολύμπι· μεταφ., φιλονικώ, καταστολίζω με βρισιές κάποιον, συναγωνίζομαι στα πρόστυχα λόγια, στη βωμολογία με, τινι, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
διαβαπτίζομαι: досл. нырять взапуски, перен. перебраниваться, ругаться (τινι Dem.).