δίπηχυς: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίπηχυς:''' -υ, αυτός που έχει [[δύο]] πήχεις [[μήκος]] ή [[πλάτος]] κ.λπ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''δίπηχυς:''' -υ, αυτός που έχει [[δύο]] πήχεις [[μήκος]] ή [[πλάτος]] κ.λπ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίπηχυς:''' размером в два пехия (ок. 0.92 м) Her., Plat., Arst.
}}
}}

Revision as of 18:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίπηχυς Medium diacritics: δίπηχυς Low diacritics: δίπηχυς Capitals: ΔΙΠΗΧΥΣ
Transliteration A: dípēchys Transliteration B: dipēchys Transliteration C: dipichys Beta Code: di/phxus

English (LSJ)

υ,

   A two cubits long, broad, etc., Hdt.2.78, Hp.Art.7, etc.

German (Pape)

[Seite 639] υ, zwei Ellen groß; Her. 2, 78. 96; Plat. Phaed. 96 e u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δίπηχυς: υ, ἔχων δύο πήχεων ἔκτασιν, Ἡρόδ. 2. 78, Ἱππ. Ἄρθρ. 783, κτλ.

French (Bailly abrégé)

υς, υ;
de deux coudées.
Étymologie: δίς, πῆχυς.

Spanish (DGE)



• Alolema(s): δίπᾱχυς AP 6.255 (Eryc.)
1 que mide dos codos, de dos codos ξύλον Hp.Art.7, Hdt.2.96, Plb.6.22.4, cf. Hp.Mochl.38, βῆμα Hdt.4.82, δρέπανα σιδηρᾶ X.Cyr.6.1.30, σηπίαι Arist.HA 524a27, ἡ περίμετρος (δένδρου) Thphr.HP 3.13.1, καταπάλται IG 22.1467.49, 51 (IV a.C.), κυπαρισσίνων ἀπότομα IG 11(2).287B.150 (Delos III a.C.), βότρυς Str.2.1.14, ῥάβδοι Dsc.3.5.1, ὄφεις Str.15.1.37, τύρσεις I.BI 5.165, cf. X.An.4.2.28, Arist.Mech.856b5, Str.3.2.7, AP l.c., Plu.Them.31, διάστημα τῆς γῆς Ph.2.357
de pers., irón. AP 11.108, γέγονέ σου τὸ ψυχάριον ἀντὶ δακτυλιαίου δίπηχυ tu almita pasó de ser de dos dedos a ser de dos codos Arr.Epict.3.2.10.
2 neutr. sg. subst. τὸ δ. dos codos, medida de dos codos Pl.Phd.101b, Arist.Ph.206a4, Cat.5b26, 6a21, Plot.6.4.13, δίπηχύ που ἀναβαῖνον que sobrepasa los dos codos una planta, Dsc.1.3, cf. LXX Nu.11.31, ἀνέπεμψεν αὐτοὺς ἐς δίπηχυ τοῦ ἀέρος los lanzó hacia el aire a una altura de dos codos Philostr.VA 3.17
tb. neutr. plu. κροκόδειλοι διπηχέων ἦσαν οὐκ ἐλάσσους había cocodrilos no inferiores a dos codos Paus.1.33.6, cf. 2.28.1.

Greek Monotonic

δίπηχυς: -υ, αυτός που έχει δύο πήχεις μήκος ή πλάτος κ.λπ., σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

δίπηχυς: размером в два пехия (ок. 0.92 м) Her., Plat., Arst.