δισσάρχης: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δισσάρχης:''' -ου, ὁ ([[ἄρχω]]), [[συνάρχοντας]], [[συγκυβερνήτης]], σε Σοφ.
|lsmtext='''δισσάρχης:''' -ου, ὁ ([[ἄρχω]]), [[συνάρχοντας]], [[συγκυβερνήτης]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δισσάρχης:''' царствующий вдвоем: [[δισσάρχαι]] βασιλεῖς Soph. = [[Ἀγαμέμνων]] καὶ [[Μενέλαος]].
}}
}}

Revision as of 18:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισσάρχης Medium diacritics: δισσάρχης Low diacritics: δισσάρχης Capitals: ΔΙΣΣΑΡΧΗΣ
Transliteration A: dissárchēs Transliteration B: dissarchēs Transliteration C: dissarchis Beta Code: dissa/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A joint-ruling, δισσάρχαι βασιλεῖς S.Aj.390 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δισσάρχης: -ου, ὁ, ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, δισσάρχαι βασιλεῖς, οἱ δύο ἄρχοντες βασιλεῖς, Σοφ. Αἴ. 390.

Spanish (DGE)

-ου
que comparte el gobierno con otro τούς τε δισσάρχας ... βασιλῆς S.Ai.389.

Greek Monolingual

δισσάρχης, ο (Α)
αυτός που βασιλεύει μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -αρχης].

Greek Monotonic

δισσάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), συνάρχοντας, συγκυβερνήτης, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δισσάρχης: царствующий вдвоем: δισσάρχαι βασιλεῖς Soph. = Ἀγαμέμνων καὶ Μενέλαος.