διαρροιζέω: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαρροιζέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σφυρίζω]] [[ανάμεσα]], με γεν., σε Σοφ.
|lsmtext='''διαρροιζέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σφυρίζω]] [[ανάμεσα]], με γεν., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαρροιζέω:''' проноситься со свистом: ἐς πλεύμονας στέρνων διερροίζησεν ([[ἰός]]) Soph. стрела со свистом прошла через грудь в легкое.
}}
}}

Revision as of 06:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρροιζέω Medium diacritics: διαρροιζέω Low diacritics: διαρροιζέω Capitals: ΔΙΑΡΡΟΙΖΕΩ
Transliteration A: diarroizéō Transliteration B: diarroizeō Transliteration C: diarroizeo Beta Code: diarroize/w

English (LSJ)

   A to whizz through, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] S.Tr. 568.

Greek (Liddell-Scott)

διαρροιζέω: διέρχομαι μετὰ συριγμοῦ, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] Σοφ. Τρ. 568.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. 3ᵉ sg. διερροίζησε;
traverser en sifflant, gén..
Étymologie: διά, ῥοιζέω.

Spanish (DGE)

atravesar silbandode una flecha ἐς δὲ πλεύμονας στέρνων διερροίζησεν S.Tr.568
atravesar como una exhalación de pers. c. ac. de lugar ἠερίην ἁψῖδα διερροίζησε ... εἰς δόμον Nonn.D.41.276.

Greek Monotonic

διαρροιζέω: μέλ. -ήσω, σφυρίζω ανάμεσα, με γεν., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

διαρροιζέω: проноситься со свистом: ἐς πλεύμονας στέρνων διερροίζησεν (ἰός) Soph. стрела со свистом прошла через грудь в легкое.