3,254,072
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσελπις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που ελπίζει λίγο, απελπισμένος, αποθαρρυμένος, [[λιπόψυχος]], σε Αισχύλ., Ξεν. | |lsmtext='''δύσελπις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που ελπίζει λίγο, απελπισμένος, αποθαρρυμένος, [[λιπόψυχος]], σε Αισχύλ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσελπις:''' ι, gen. ιδος adj. потерявший надежду, отчаявшийся Aesch., Xen., Arst., Plut. | |||
}} | }} |