δυσπέρατος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπέρᾱτος:''' -ον, [[δυσδιάβατος]], [[δύσβατος]], δύσκολα προσπελάσιμος, σε Ευρ.
|lsmtext='''δυσπέρᾱτος:''' -ον, [[δυσδιάβατος]], [[δύσβατος]], δύσκολα προσπελάσιμος, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπέρᾱτος:''' досл. труднопроходимый, перен. трудный, мучительный ([[αἰών]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπέρᾱτος Medium diacritics: δυσπέρατος Low diacritics: δυσπέρατος Capitals: ΔΥΣΠΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: dyspératos Transliteration B: dysperatos Transliteration C: dysperatos Beta Code: duspe/ratos

English (LSJ)

ον,

   A hard to pass or cross, ὑπερβολαὶ ὄρους Str.4.6.6, cf.15.1.26 (Comp.): metaph., ἀμηχανίας δ. αἰών E.Med.646 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu überschreiten, zu passiren; ῥεῖθρον Strab. XV p. 697; übertr., αἰών, ein mühselig durchzubringendes Leben, Eur. Med. 684.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπέρᾱτος: -ον, δυσδιάβατος, χώρα Στράβων 697· αἰὼν Εὐρ. Μηδ. 645.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à traverser.
Étymologie: δυσ-, περάω.

Spanish (DGE)

(δυσπέρᾱτος) -ον
difícil de cruzar o franquear ὑπερβολαὶ τοῦ ὄρους Str.4.6.6, (γῆ) Str.15.1.26, ῥεῖθρα βαθέα καὶ δυσπέρατα D.S.20.38
fig. τὸν ἀμηχανίας ἔχουσα δυσπέρατον αἰῶν' llevando una vida de angustia difícil de cruzar E.Med.646.

Greek Monolingual

δυσπέρατος, -ον (Α)
δυσκολοπέραστος.

Greek Monotonic

δυσπέρᾱτος: -ον, δυσδιάβατος, δύσβατος, δύσκολα προσπελάσιμος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπέρᾱτος: досл. труднопроходимый, перен. трудный, мучительный (αἰών Eur.).