εἰληδόν: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰληδόν:''' -δά, επίρρ. ([[εἰλέω]]), [[μέσο]] κυκλικής συστροφής, σε Ανθ.
|lsmtext='''εἰληδόν:''' -δά, επίρρ. ([[εἰλέω]]), [[μέσο]] κυκλικής συστροφής, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰληδόν:''' и εἱληδόν adv. закрутив, обмотав (εἱ. [[ἔδησε]] πόδας Anth.).
}}
}}

Revision as of 19:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰληδόν Medium diacritics: εἰληδόν Low diacritics: ειληδόν Capitals: ΕΙΛΗΔΟΝ
Transliteration A: eilēdón Transliteration B: eilēdon Transliteration C: eilidon Beta Code: ei)lhdo/n

English (LSJ)

εἰληδά, Adv., (εἴλη)

   A = ἰληδόν, εἰληδὰ φέρονται Arat. 917.    II (εἰλέω) by twisting or coiling round, εἰληδὸν ἔδησε πόδας AP9.14.6 (Antiphil.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰληδόν: εἰληδά, ἐπίρρ. (εἴλη) = ἰληδόν, εἰληδὰ φέρονται Ἄρατ. 917. ΙΙ. (εἰλέω) περιπλέγδην, περιπλοκάδην, εἰληδὸν ταχινοῦ πτωκὸς ἔδησε πόδας Ἀνθ. Π. 9. 14.

French (Bailly abrégé)

adv.
en se ramassant sur soi-même.
Étymologie: εἰλέω, -δον.

Spanish (DGE)

adv. en círculo, en derredor εἰ. ... ἔδησε πόδας AP 9.14 (Antiphil.).

Greek Monolingual

(I)
εἰληδόν και εἰληδά (Α)
επίρρ. «κατ' ίλας», αθρόα, ομαδικά.———————— (II)
εἰληδόν (Α)
επίρρ. περίπλοκα.

Greek Monotonic

εἰληδόν: -δά, επίρρ. (εἰλέω), μέσο κυκλικής συστροφής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εἰληδόν: и εἱληδόν adv. закрутив, обмотав (εἱ. ἔδησε πόδας Anth.).