ἐκμάσσατο: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκμάσσατο:''' γʹ ενικ. αορ. αʹ, επινόησε ή εφηύρε, <i>τι</i>, σε Ομηρ. Ύμν.· βλ. [[μαίομαι]].
|lsmtext='''ἐκμάσσατο:''' γʹ ενικ. αορ. αʹ, επινόησε ή εφηύρε, <i>τι</i>, σε Ομηρ. Ύμν.· βλ. [[μαίομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκμάσσατο:''' эп. 3 л. sing. aor. к *[[ἐκμαίομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμάσσατο Medium diacritics: ἐκμάσσατο Low diacritics: εκμάσσατο Capitals: ΕΚΜΑΣΣΑΤΟ
Transliteration A: ekmássato Transliteration B: ekmassato Transliteration C: ekmassato Beta Code: e)kma/ssato

English (LSJ)

3sg. aor. I, he

   A devised or invented, τέχνην h.Merc. 511; cf. μαίομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμάσσατο: γ΄ ἑν. ἀορ. α΄, ἐπενόησεν ἢ ἐφεῦρε, τέχνην Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 51· πρβλ. τὴν λέξ. μαίομαι.

French (Bailly abrégé)

v. *ἐκμαίομαι.

Spanish (DGE)

v. ἐκμαίομαι.

Greek Monotonic

ἐκμάσσατο: γʹ ενικ. αορ. αʹ, επινόησε ή εφηύρε, τι, σε Ομηρ. Ύμν.· βλ. μαίομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμάσσατο: эп. 3 л. sing. aor. к *ἐκμαίομαι.