ἐκδωριεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκδωριεύομαι:''' ([[Δώριος]]), Παθ., [[γίνομαι]] [[εξολοκλήρου]] [[δωρικός]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐκδωριεύομαι:''' ([[Δώριος]]), Παθ., [[γίνομαι]] [[εξολοκλήρου]] [[δωρικός]], σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Δώριος]]<br />Pass. to [[become]] a [[thorough]] [[Dorian]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 21:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδωριεύομαι Medium diacritics: ἐκδωριεύομαι Low diacritics: εκδωριεύομαι Capitals: ΕΚΔΩΡΙΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: ekdōrieúomai Transliteration B: ekdōrieuomai Transliteration C: ekdorieyomai Beta Code: e)kdwrieu/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A become a thorough Dorian, Hdt.8.73 (pf. ἐκδεδωρίευνται: ἐκδεδωρίωνται Valck., ἐκδεδωρίδαται Dind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδωριεύομαι: παθ. γίνομαι τέλειος Δωριεύς, Ἡρόδ. 8. 73, ἐν τῷ πρκμ, ἐκδεδωρίυνται: συμφωνότερος πρὸς τὴν ἀναλογίαν θὰ ἦτο ὁ τύπος ἐκδεδωρίωνται (ἐκ τοῦ ῥήμ. -δωριόομαι), ἢ ἐκδεδωρίδαται (ἐκ τοῦ ῥήμ. -δωρίζω).

Spanish (DGE)

dorizarse, convertirse en dorio οἱ δὲ Κυνούριοι αὐτόχθονες ἐόντες ... ἐκδεδωρίευνται δὲ ὑπὸ Ἀργείων ἀρχόμενοι Hdt.8.73.3.

Greek Monolingual

ἐκδωριεύομαι (Α)
γίνομαι τέλειος Δωριεύς.

Greek Monotonic

ἐκδωριεύομαι: (Δώριος), Παθ., γίνομαι εξολοκλήρου δωρικός, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Δώριος
Pass. to become a thorough Dorian, Hdt.